«Υπερδιάγνωση»: Η αθόρυβη πανδημία της Δύσης
Το 2009 αγόρασα το νέο μου αυτοκίνητο, και πραγματικά χάρηκα, όπως όλοι άλλωστε. Άνετο, ασφαλές, αξιόπιστο, αναμφίβολα πολύ πιο βελτιωμένο από τα παλιότερα. Όμως, δύο μήνες μετά, ένα κόκκινο «λαμπάκι» άναψε στο καντράν. Ήταν ο ηλεκτρονικός δείκτης που αναγνωρίζει ότι κάτι συμβαίνει στον κινητήρα. Θορυβημένος, πήγα στην αντιπροσωπία όπου μετά τον σχετικό έλεγχο διέγνωσαν ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα και έκαναν reset στον «εγκέφαλο». Το λαμπάκι έσβησε. Μια βδομάδα μετά, το ίδιο λαμπάκι άναψε. Επίσκεψη στον αντιπροσωπία ξανά. Άφησα το αυτοκίνητο, και μετά από μια βδομάδα ελέγχου, η ίδια διάγνωση: κανένα πρόβλημα. Αφού πήρα και μερικές γνώμες από άλλους μηχανικούς αυτοκινήτων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να ζω με το λαμπάκι αναμμένο και να μην δίνω καμία σημασία (για τα δικά μου εσωτερικά «λαμπάκια» ακόμα δεν το κατάφερα!). Αυτή λοιπόν ήταν μια κλασική περίπτωση «ψευδούς συναγερμού». Σήμερα, στα 240.000 χιλιόμετρα, κάθε φορά που ανάβει κάνω σαν να μην υπάρχει και απολαμβάνω το ταξίδι (τουλάχιστον πριν την καραντίνα). Φαίνεται ότι τα πολύπλοκα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά συστήματα και οι αισθητήρες με τα πολύχρωμα σημαιάκια που αναγνωρίζουν προβλήματα – κάνουν πρώιμη διάγνωση δηλαδή – μπορεί να οδηγήσουν σε ένα καταρράκτη από γεγονότα όπως επισκέψεις σε μηχανικούς και αναίτιες επισκευές, σε επιπλέον ελέγχους από ηλεκτρονικούς και ηλεκτρολόγους, έξοδα, χαμένο χρόνο, άγχος, εκνευρισμό. Αν και οι αισθητήρες των αυτοκινήτων μπορούν να βοηθήσουν να προλάβουμε ένα πρόβλημα, όπως ο δείκτης της θερμοκρασίας ή η στάθμη του λαδιού της μηχανής (να προσθέσουμε νερό ή λάδι), στην πραγματικότητα κάποια από τα alarm των αυτοκινήτων πρέπει να τα αγνοούμε. Ήδη πήρατε μια πρώτη γεύση της «υπερδιάγνωσης».
Παρόμοιοι «αισθητήρες» ενεργοποιούνται όταν κάνουμε ένα check up για την υγεία μας. Πολλοί θα πουν ότι, «το προλαμβάνειν είναι καλύτερο του θεραπεύειν» αλλά η πραγματικότητα του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα του Ιπποκράτη. Αν ήταν έτσι, θα διδασκόταν στο πανεπιστήμιο η ιπποκρατική «θεωρία των χυμών» και οι ιπποκρατικές θεραπείες όπως η αφαίμαξη, η χορήγηση διουρητικών και καθαρτικών για κάθε νόσο. Ας κρατήσουμε λοιπόν μόνο τον όρκο και όχι την πρακτική του και ας δούμε πώς η σύγχρονη ιατρική με μετέτρεψε σε ασθενή χωρίς να το θέλω. Ποιες είναι οι σίγουρες «διαγνώσεις» μου; Έχω Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) 27.75 (διάγνωση: 1ου βαθμού παχυσαρκία). Έχω χοληστερίνη 242mg/dl (διάγνωση: δυσλιπιδαιμία). Μου αρέσει να τακτοποιώ τα πράγματά μου (διάγνωση: ψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας). Ποιές είναι οι πιθανές «διαγνώσεις»; Στα 45 μου, αν κάνω βιοψία προστάτη έχω 40% πιθανότητες για διάγνωση καρκίνου. Αν κάνω μια ολοσωματική αξονική τομογραφία θα βρεθούν περίπου 3 ανωμαλίες σε κάποια όργανα. Αν κάνω κολονοσκόπηση, έχω 20 με 30% πιθανότητες να βρεθούν πολύποδες εντέρου. Έτσι, όσο πιο πολύ ψάχνουμε τόσα περισσότερα βρίσκουμε. Όταν όμως βρεθεί κάτι, που είναι και το πιθανότερο, είναι πολύ δύσκολο να σταματήσουμε χωρίς να το ψάξουμε ακόμα περισσότερο και να οδηγηθούμε με μαθηματική ακρίβεια στη θεραπεία. Εκεί λοιπόν αρχίζουν οι πραγματικοί κίνδυνοι γιατί μια αχρείαστη μπορεί να μας προκαλέσει κακό. Η υπερδιάγνωση φυσικά δεν αφορά μόνο τις περιπτώσεις που ανέφερα αλλά επεκτείνεται από την ήπια υπέρταση, τον αυτισμό, την εμμηνόπαυση, την οστεοπόρωση ως τον σακχαρώδη διαβήτη, τον καρκίνο, και τον γονιδιακό έλεγχο. Στις δε ψυχιατρικές νόσους το ίδιο και μεγαλύτερο πρόβλημα, με τα αντικαταθλιπτικά να βρίσκουν συνεχώς νέους ασθενείς εφόσον οι γιατροί προσθέτουν νέες νόσους. Επομένως, έχουμε «υπερδιάγνωση όταν ένα άτομο διαγιγνώσκεται με μια κατάσταση που, κατά τα άλλα, δεν θα παρουσίαζε κλινικά συμπτώματα και δεν θα πέθαινε» (Welch, 2012, 12). Θα λέγαμε ότι η υπερδιάγνωση είναι μια παρενέργεια της διαγνωστικής ακρίβειας.
Πριν μερικές μέρες ήρθε στο Ιατρείο Προεγχειρητικού Ελέγχου, όπου ήμουν υπεύθυνος αναισθησιολόγος, ο κύριος Στάθης. Ο κύριος Στάθης θα έκανε μια διουρηθρική εκτομή θηλώματος στην ουροδόχο κύστη (TUR – C). Με βάση το ιστορικό του, είναι 65 χρονών, καπνιστής και έχει αρτηριακή υπέρταση για την οποία παίρνει αγωγή. Συζητώντας μαζί του, τον ρώτησα αν είχε συμπτώματα από την κύστη, (πχ πόνο, αίμα, δυσουρία, ή κάποια ενόχληση) και μου απάντησε αρνητικά. Μου τόνισε μάλιστα ότι δεν ήξερε τι ακριβώς είχε και τι θα κάνει (καμία πληροφόρηση από τους θεράποντες) και πως όλα ξεκίνησαν πριν 3 βδομάδες όταν επισκέφτηκε τον παθολόγο γιατί πονούσε στην «περιοχή του νεφρού». Ο παθολόγος, αφού του έκανε μια σειρά από εργαστηριακές εξετάσεις όπου δεν βρέθηκε τίποτα, τον παρέπεμψε στον καρδιολόγο. Ο καρδιολόγος αφού του έκανε ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπέρηχο και τεστ κόπωσης, του είπε να επιστρέψει στον παθολόγο γιατί η καρδιά του ήταν καλά. Ο παθολόγος με τη σειρά του, συνέστησε αξονική κοιλίας και ο ακτινολόγος τελικά το μόνο που βρήκε ήταν ένα μικρό θήλωμα στην ουροδόχο κύστη. Έτσι έφτασε στο ουρολόγο που του συνέστησε να χειρουργηθεί, περνώντας και από τα δικά μου χέρια! Έκτοτε χάνω τα ίχνη του κυρίου Στάθη και αν βρήκε τη γιατρειά του. Βλέπετε λοιπόν τον καταρράκτη γεγονότων, όπως συνέβη και με το αυτοκίνητο.
Στην ιατρική του σήμερα δεν εστιάζουμε σε ένα σύμπτωμα (π.χ. πόνος στην πλάγια κοιλιακή χώρα – ένα απλό πιάσιμο θα έλυνε τα διάφορα διαγνωστικά προβλήματα του κυρίου Στάθη) αλλά στον εξονυχιστικό έλεγχο πολλών άλλων συστημάτων. Αυτό ονομάζεται «πάθος για διάγνωση» και είναι ένα ιατρικό φαινόμενο, ειδικά των νέων γιατρών. Στην ουσία είναι ο φόβος μήπως τους ξεφύγει τίποτα και «χάσουν» στην κυριολεξία τον ασθενή. Δυστυχώς, στις μέρες της απέραντης τεχνολογικής δυνατότητας, το διαγνωστικό πάθος (ή αλλιώς πρώιμη διάγνωση) μεταφέρεται και σε όσους δεν έχουν συμπτώματα και απλά φοβούνται ότι στο μέλλον θα αποκτήσουν (συμπτώματα). Το πάθος για διάγνωση σταδιακά μετατρέπει το άτομο σε ασθενή. Στην δική μου περίπτωση, η ιατρική με μετατρέπει επίσημα σε δυσλιπιδαιμικό (μέχρι σήμερα αρνούμαι να πάρω φάρμακα). Στην περίπτωση του κυρίου Στάθη, σε δυνάμει καρκινοπαθή. Όμως πόσοι είναι αυτοί ή αυτές που, που όχι μόνο θα λάβουν μια θεραπεία και δεν θα ωφεληθούν αλλά θα θέσουν και την ζωή τους σε κίνδυνο;
Ας εξετάσουμε αναλυτικά μια περίπτωση για να καταλάβουμε ότι η ιατρική δεν μας λέει όλη την αλήθεια. Η χοληστερίνη είναι η πιο κατάλληλη, ίσως γιατί οι «στατίνες» δεν είναι μια απλή θεραπεία αλλά πλέον ένας τρόπος ζωής. Στην όγδοη έκδοση της παθολογίας του Harrison το 1977 (της χρυσής βίβλου της ιατρικής) το φυσιολογικό όριο της χοληστερίνης ήταν 300 και μόνο όσοι το ξεπερνούσαν έπρεπε να πάρουν θεραπεία. Σταδιακά, με την προσθήκη παραγόντων κινδύνου (υπέρταση, κάπνισμα, στεφανιαία νόσο), με τον διαχωρισμό της χοληστερίνης σε καλή και κακή, με την πληθώρα των ερευνών και την γνώμη των ειδικών το όριο έπεσε στα 200. Ξέρετε τι ακριβώς σημαίνει η μείωση του ορίου της χοληστερίνης από το 240 στο 200; Ότι προστέθηκαν 42 εκατομμύρια Αμερικανοί ως δυνάμει καταναλωτές στατινών ή μια αύξηση κατά 86% της δεξαμενής ασθενών – πελατών. Αν σε όλα αυτά αναφέρουμε ότι στο πάνελ των «ειδικών» για τα φυσιολογικά όρια της χοληστερίνης οι 8 στους 9 είχαν οικονομικές δοσοληψίες με τις φαρμακευτικές εταιρίες που παράγουν τις στατίνες, τι θα υποθέτατε; Και εγώ αυτό υπέθεσα! Οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι οι εταιρίες. Μόνο από το φάρμακο Lipitor, ο ετήσιος τζίρος για τη Pfizer είναι 10 δισεκατομμύρια, που το καθιστά το πιο πετυχημένο ευπώλητο σκεύασμα όλων των εποχών (Moynihan 2005, 3).
Όμως οι συνάδελφοί μου «ειδικοί γιατροί» θα σας απαντήσουν ότι έχετε άδικο γιατί οι άνθρωποι κερδίζουν σε υγεία. Αλλά και οι ειδήμονες κάνουν λάθη, σκόπιμα και μη. Ας εξετάσουμε «το κόλπο της στατιστικής» μέσω της κλασικής εργασίας του 1998 που άλλαξε πολλά πράγματα στη θεραπεία της χοληστερίνης (Downs 1998). Μέχρι το 1998 το όριο της φυσιολογικής χοληστερίνης ήταν 240. Όμως η μελέτη, με το κύρος της πιο αξιόπιστης ιατρικής μεθοδολογίας (δηλαδή της τυχαιοποίησης – που κι αυτή αμφισβητείται, Worrall 2007), βρήκε ότι όσοι είχαν χοληστερίνη από 228 ως 184 είχαν μικρότερο κίνδυνο για οξύ στεφανιαίο επεισόδιο. Για την ακρίβεια, στην πενταετία, το 5% των ασθενών που δεν λάμβαναν στατίνη είχαν καρδιακό επεισόδιο έναντι του 3% αυτών που λάμβαναν στατίνη. Πράγματι, υπήρξε μια μείωση κατά 40% στα στεφανιαία επεισόδια σε όσους έπαιρναν στατίνες. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι η εξής: η πιθανότητα οφέλους είναι μόνο 2%. (5% - 3% = 2%), που σημαίνει ότι από τους 100 που παίρνουν στατίνες μόνο οι δύο θα ωφεληθούν και οι 98 όχι (Welch 2012, 39). Επίσης, θα πρέπει να σκεφτούμε τους κινδύνους από τις παρενέργειες των φαρμάκων, τον χαμένο χρόνο της συνταγογράφησης, το κόστος κ.α.
Αν λοιπόν σας έλεγαν ότι έχετε πιθανότητα 2% μέσα στην πενταετία να ωφεληθείτε από την λήψη στατίνης, τι θα κάνατε; Σίγουρα θα ήσασταν πιο πληροφορημένοι και σίγουρα δεν θα λαμβάνατε όλοι στατίνες. Ένας γιατρός από την άλλη, επειδή μπορεί να φοβάται μήπως χάσει κάποια διάγνωση, επειδή μπορεί να έχει οικονομικές συναλλαγές με την εταιρία ή επειδή μπορεί να σκέφτεται ως ασθενής, θα συνέστηνε το φάρμακο. Αλλά αυτός δεν θα ήταν καλός επιστήμονας γιατί σας είπε τη μισή αλήθεια. Επιπλέον, το κόλπο της στατιστικής μεταφέρεται εύκολα στο ευρύ κοινό μέσω των δημοσιογράφων (τηλε-ιατρών) ή από «ειδικούς» όπου θα μας μιλήσουν ότι το τάδε ή το δείνα φάρμακο ή θεραπεία μειώνει κατά 40% τις επιπλοκές ή βελτιώνει την υγεία. Όμως δεν θα σας πουν κουβέντα για τον αριθμό των ανθρώπων που πρέπει να λάβουν τη θεραπεία για να ωφεληθεί ο ένας (Number Needed to Treat), ή αυτοί που ορίζουν τα φυσιολογικά όρια και ποια σχέση έχουν με τις εταιρίες.
Αυτό που εν τέλει πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η υψηλή ολική χοληστερόλη δεν είναι μια «ιατρική κατάσταση» που χρήζει θεραπείας αλλά μόνο ένας παράγοντας κινδύνου ανάμεσα στους πολλούς που αυξάνουν τις πιθανότητες για καρδιακή νόσο ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Αυτή η μικρή εισαγωγή στο πρόβλημα της υπερδιάγνωσης δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μερικά παραδείγματα. Δεν αναφέρω όλη την πλούσια βιβλιογραφία αλλά στο https://www.preventingoverdiagnosis.net/ μπορείτε να βρείτε περισσότερα για το θέμα.
*
Δεν δέχομαι ότι όλη η σύγχρονη ιατρική είναι καλή. Αντίθετα, πιστεύω ότι, αν δεν είμαστε αρκούντος προσεκτικοί, η ιατρική μπορεί να μας βλάψει (ο φιλόσοφος Μονταίνι, το 1585, έλεγε ότι «η ιατρική έχει να επιδείξει μια θάλασσα από λάθη»). Σήμερα, ανεξάρτητοι επιστήμονες και ερευνητές αναδεικνύουν το τεράστιο ζήτημα που από τη δεκαετία του 1970 άρχισε να χτυπά σαν μια αθόρυβη πανδημία τις κοινωνίες, μιλώ για την υπερδιάγνωση. Η υπερδιάγνωση, ως μέρος της γενικότερης «ιατρικοποίησης» της ζωής (medicalization), στοχεύει στους υγιείς, τους ασυμπτωματικούς ανθρώπους, όπου με το πρόσχημα των δυνητικών κινδύνων, που σε όλους αναπόφευκτα θα συμβούν κάποια στιγμή στο μέλλον, διενεργεί εξετάσεις. Οι διαγνωστικές εξετάσεις, με την σειρά τους οδηγούν σε παρεμβάσεις που συνήθως θεραπεύουν κάτι που ουδέποτε θα έδινε συμπτώματα ή θα προκαλούσε τον θάνατο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το 60% των ανδρών άνω των 80 έχουν καρκίνο προστάτη αλλά θα πεθάνουν από άλλη αιτία. Σήμερα γνωρίζουμε ότι στη Δύση τα ποσοστά καρκίνου θυρεοειδούς, μελανώματος, μαστού αυξήθηκαν ενώ οι θάνατοι από αυτούς τους καρκίνους παρέμειναν σχετικά σταθεροί σε σχέση με το 1975. Ας εστιάσουμε στο παρακάτω γράφημα με τον καρκίνο του μαστού στις γυναίκες και τον καρκίνο του προστάτη στους άνδρες. Είναι δημοσιευμένο στο γνωστό New England Journal of Medicine (2019, το δεύτερο πιο φημισμένο ιατρικό περιοδικό) και έχουμε την άδεια του συγγραφέα:
Όπως βλέπουμε στο αριστερό πάνω γράφημα, έχουμε μια αύξηση της διάγνωσης του καρκίνου του μαστού (incidence) και μια μικρή μείωση των θανάτων από καρκίνο (mortality). Ταυτόχρονα, στα κάτω γραφήματα, βλέπουμε ότι η αύξηση των διαγνώσεων συμπίπτει με την διάδοση της μαστογραφίας και που προστατικού αντιγόνου – PSA (χρωματισμένη περιοχή). Άραγε αυτή η σχέση δεν μας βάζει σε υποψίες; Το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί με δύο τρόπους: είτε ότι έχουμε μια αληθή αύξηση των καρκίνων είτε ότι έχουμε υπερδιάγνωση. Πάντως, η σταθερότητα του μεταστατικού καρκίνου του μαστού δικαιολογεί την υπερδιάγνωση. Όμως πώς θα το εξηγούσαν οι γιατροί που είναι υπέρ της πρώιμης διάγνωσης; Θα έλεγαν ότι υπάρχει αληθής αύξηση του καρκίνου και πως οι βελτιώσεις στη διάγνωση και τη θεραπεία είναι τέτοιες που διατήρησαν τον αριθμό των θανάτων σταθερό. Αν και φαίνεται πιθανή εξήγηση, εντούτοις είναι παρατραβηγμένη γιατί χρειάζεται εξηγηθούν δύο παράμετροι (αύξηση καρκίνου και βελτίωση ιατρικής φροντίδας) αντί για μια (υπερδιάγνωση).
Στην πραγματικότητα, δεν έχουμε αληθή αύξηση των καρκίνων αλλά υπερδιάγνωση. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται σχεδόν σε όλους τους καρκίνους. Η αύξηση των διαγνώσεων νέων καρκίνων οφείλεται στο καλύτερο και πιο ακριβές screening (δηλαδή στην εξελιγμένη βιοτεχνολογία), στην αμυντική ιατρική, στις οικονομικές μας δυνατότητες, οφείλεται στο ότι ζητάμε περισσότερη φροντίδα μέσω των εξετάσεων, οφείλεται εν τέλει, στον φόβο μας για το αύριο (Carroll 2017). Όμως, αν σκεφτούμε ότι για 65 χρόνια θα είμαστε υγιείς (Healthy Life Years - Eurostat), που αναλογεί περίπου στο 81% του προσδόκιμου επιβίωσης, τότε δεν έχουμε κανένα λόγο να φοβόμαστε, να τρέχουμε στους γιατρούς, τα διαγνωστικά κέντρα και τα νοσοκομεία, χωρίς να έχουμε συμπτώματα. Αν έχουμε συμπτώματα, φυσιολογικά, θα έχουμε και πρόβλημα, κοινή λογική. Αν οι γιατροί επιμένουν ότι πρέπει να κάνουμε προληπτικές/διαγνωστικές εξετάσεις θα πρέπει να εξηγούν τους κινδύνους και τις επιπλοκές μιας προληπτικής/διαγνωστικής εξέτασης. Αν εμείς οι γιατροί δεν ενημερώνουμε σωστά και μεθοδικά για τα προβλήματα της υπερδιάγνωσης, τότε, μπορεί μεν να μην συμφωνώ καθόλου, αλλά δικαιολογώ την στροφή της κοινωνίας στην εναλλακτική ιατρική και τους αρνητές πάσης φύσεως. Άραγε, «λιγότερη ιατρική, περισσότερη υγεία» (Welch 2015); Προς τα εκεί φαίνεται να πηγαίνει αν και οι φαρμακοβιομηχανίες (των 500 δισεκατομμυρίων τζίρου το έτος) δίνουν σκληρή μάχη για να μας υποβιβάσουν σε ρόλο ασθενούς, δηλαδή του μη έχοντος σθένους, δηλαδή δύναμης.
Η γνώμη μου είναι ότι η πραγματική ιατρική, η καλή ιατρική, είναι η ιατρική των συμπτωμάτων (επείγουσα, προγραματισμένη) και ο παιδικός εμβολιασμός, δηλαδή η κλινική ιατρική. Όμως αυτή η ιατρική δεν είναι το ίδιο προσοδοφόρα με την κακή ιατρική, δηλαδή την τυφλή διαγνωστική ιατρική χωρίς συμπτώματα, την ιατρική των φαρμάκων που θεραπεύουν μόνο τις τιμές, των επεμβάσεων που τις ενδείξεις τις βάζουν οι εταιρίες που πουλάνε τα ρομπότ και τα μηχανήματα, με λίγα λόγια, την ιατρική του φόβου και του κέρδους. Προσοδοφόρα στις μέρες μας είναι η ιατρική που πουλάει την υγεία ως προϊόν, ή για την ακρίβεια, που πουλάει την φυσιολογική φθορά του σώματος που αναπόφευκτα θα έρθει πάνω στο άρμα του χρόνου. Πουλάει των φυσιολογική φθορά, αφού πρώτα την «ορίσει» ως αρρώστια. Όμως αυτή η ιατρική νοιάζεται για το χρήμα ή στην καλύτερη των περιπτώσεων για την ανεργία. Προσωπικά θα προτιμούσα να έκλεινε μια φαρμακοβιομηχανία με χιλιάδες υπαλλήλους παρά να καταναλώνουμε, εκατομμύρια άνθρωποι, φάρμακα που δεν χρειαζόμαστε ή μας κάνουν κακό. Είναι άλλο πράγμα η υγεία και άλλο η ανεργία και ο σκοπός της εμπορικής ανάπτυξης δεν αγιάζει τα μέσα των φαρμακευτικών σκευασμάτων ή των ιατρικών μηχανημάτων, του τύπου, «οξύμετρο για το σπίτι».
Μετά από όλα αυτά δεν θα πρέπει να μας μείνει το «να αποφεύγουμε τους γιατρούς όταν είμαστε άρρωστοι». Το πρόβλημα της υπερδιάγνωσης ξεκινάει με το «τι κάνουμε όταν είμαστε υγιείς» και πόσο πρέπει να ψάξουμε για πράγματα που μπορεί να εγκυμονούν κινδύνους. Μήπως η αναζήτηση μιας κρυφής νόσου μας βάζει σε μεγαλύτερους κινδύνους γιατί πολλές «νόσοι» τελικά δεν προορίζονται να μας κάνουν κακό; Μήπως το δόγμα της πρώιμης διάγνωσης (χωρίς πληροφορίες από το ιστορικό και χωρίς συμπτώματα) θα πρέπει να αναθεωρηθεί αφού είναι γνωστό από καιρό ότι το ιστορικό προσφέρει το 50% της διάγνωσης ενώ οι εξετάσεις ρουτίνας μόλις στο 1% (Sanders 1979); Μήπως το τυφλό παιχνίδι με τις πιθανότητες, δηλαδή το παιχνίδι της πρώιμης διάγνωσης, θα πρέπει να αντικατασταθεί με αυτό που μπορούμε μόνοι μας να κάνουμε χωρίς τη βοήθεια της τύχης, όπως να αλλάξουμε συνήθειες (διακοπή καπνίσματος, καλύτερη διατροφή, άσκηση, φυσιολογικό βάρος, να τρέχουμε λιγότερο στους δρόμους κα); Το σίγουρο είναι ότι η υπερδιάγνωση αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο πρόβλημα της σύγχρονης ιατρικής με φιλοσοφικές, επιστημονικές, ατομικές (ψυχικές), κοινωνικές, ηθικές, νομικές και οικονομικές προεκτάσεις. Σήμερα κάναμε μόνο την αρχή.
Βιβλιογραφία
Carroll, Aaron E. 2017. The High Costs of Unnecessary Care. JAMA Volume 318, Number 18
J. Downs, M. Clearfield, S. Weis, et al. 1998. “Primary Prevention of Acute Coronary Events with Lovastatin in Men and Women with Average Cholesterol Levels: Results of AFCAPS/TexCAPS,” Journal of the American Medical Association 179: 1615–22.
Ray Moynihan& Alan Cassels. 2005. Selling sickness. Allen &Unwin
Sandler, G. 1979. Costs of unnecessary tests. Br Med J 2:21–4.
Welch , G. 2012. Overdiagnosed: Making People Sick in the Pursuit of Health. Beacon Press, Boston
Welch, G. 2015. Less Medicine, More Health. Beacon Press Boston
Welch, G. 2019. Epidemiologic Signatures in Cancer. nengl j med 381;14 nejm.org October 3, 2019
Worrall, J. 2007. Why there’s no cause to randomize. Br J Philos Sci 58:451–488
https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Healthy_life_years_statistics