top of page
Κοινωνία - Πολιτική / Πρόσωπα και Ιδέες
05 Νοεμβρίου 2017
Hannah Arendt : Εγκώμιο του μόχθου
Γράφει ο Στέφανος Ροζάνης
Η Hannah Arendt (Χάνα Άρεντ), περιγράφοντας την ανθρώπινη υπόσταση καθαρά ως ιστορική συνθήκη και μακριά από τη μεταφυσική διάσταση του ανθρώπινου όντος, αποκλίνει από τον Αριστοτελικό ορισμό του ανθρώπου ως ζώου πολιτικού και ζώο που διαθέτει έλλογη ικανότητα, και αποφαίνεται ότι ο άνθρωπος δεν είναι animal rationale αλλά animal laborans.
Είναι, δηλαδή, άνθρωπος που μοχθεί και εξαιτίας του μόχθου του συγκροτείται ως ανθρώπινο υποκείμενο. Αυτό σημαίνει ότι η εγκαινιαστική πράξη του ανθρώπου είναι πράξη αυτοδημιουργίας μέσω του μόχθου, και ακόμη «αυτό σημαίνει ότι δεν είναι η νόηση η ύψιστη ιδιότητα του ανθρώπου […] αλλά η εργασία, η από παράδοση πιο περιφρονημένη από τα ανθρώπινα ενεργήματα, που αποτελεί το ανθρώπινο χαρακτηριστικό του ανθρώπου». Η Arendt συναντά τον Marx σε ένα κρίσιμο για την ανθρώπινη σκέψη και κατανόηση πεδίο, αν και αυτή η συνάντηση δεν είναι πάντα ομογνωμία, αλλά αντίθετα εμπεριέχει ένα κριτικό πυρήνα μέσα στον οποίο η αντιφωνία γίνεται πολλές φορές εκρηκτική.
Ωστόσο η Arendt διαχωρίζει τον μόχθο από την εργασία, και ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί τη θεμελιώδη διαφωνία της προς την μαρξική προοπτική. Η διάκριση, γράφει, «ανάμεσα στον μόχθο και την εργασία, την οποία προτείνω, είναι ασυνήθιστη. Η μαρτυρία των φαινομένων υπέρ της διάκρισης αυτής είναι πολύ ισχυρή ώστε να την αγνοήσει κανείς, και παρά ταύτα είναι γεγονός ιστορικό ότι εκτός από μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις, οι οποίες εξάλλου δεν αναπτύχθηκαν ποτέ ούτε καν μέσα στις θεωρίες όσων τις διατύπωσαν, δεν υπάρχει τίποτα σχεδόν που να την υποστηρίζει είτε στην παλιότερη παράδοση της πολιτικής σκέψης, είτε στις πολυάριθμες θεωρίες για την εργασία».
Η ριζοσπαστική σκέψη της Arendt πράγματι αντιτείνει τον μόχθο στην εργασία, υποστηρίζοντας το πρωτείο του μόχθου, παρ΄ όλη την περιφρόνηση προς τη διαδικασία του μόχθου και την εξύψωση της εργασίας στην κατάσταση της αυτοδημιουργίας του ανθρώπινου υποκειμένου. Και όμως, αποφαίνεται η Arendt, ο μόχθος είναι που χαρακτηρίζει το animal laborans και το τοποθετεί στη θέση που από παράδοση κατέχει το animal rationale. Η Arendt επεξηγεί ότι ο λόγος για τον οποίο εξυψώθηκε ο μόχθος ήταν η «παραγωγικότητά» του και η βλάστημη ιδέα ότι ο μόχθος και όχι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο και επίσης ότι ο μόχθος (και όχι το λογικό) ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα.
Εδώ φαίνεται να συμπλησιάζουν η Arendt και ο Marx, εν τούτοις όμως κατ΄ ουσίαν απομακρύνονται, αφού κατά την κριτική αντίληψη της Arendt ο Marx, θαμπωμένος από την παραγωγικότητα, θεωρεί τον μόχθο ως εργασία και αναφέρει «στο animal laborans με όρους που πιο πολύ ταίριαζαν στο στον homo faber», οπότε με αυτόν τον τρόπο η μαρξική αντίληψη κατατείνει στην ουτοπία της κατάργησης του μόχθου και της εργασίας μέσα στην μελλοντική αταξική κοινωνία.
Με την έννοια που η Arendt νοεί τον μόχθο, ο μόχθος ανάγεται κατ΄ ουσίαν σε μια οντολογική κατηγορία ως «μόχθος σώματος» έναντι του έργου των χεριών μας (Homo Faber). Μια οντολογική κατηγορία η οποία στηρίζεται πάνω στην αλήθεια ότι «χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε μόχθου [είναι] ότι δεν αφήνει πίσω τίποτα, ότι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του καταναλώνεται σχεδόν το ίδιο γρήγορα όσο η προσπάθεια που ξοδεύεται».
Ωστόσο, είναι η ανάγκη για συντήρηση που διέπει το μόχθο, καιν παρά το γεγονός ότι η ίδια ανάγκη διέπει και την «κατανάλωση», ο μόχθος συγκεντρώνει «σωματικά τα πράγματα που παρέχει η φύση» και για αυτόν ακριβώς το λόγο ο μόχθος είναι μόχθος του σώματος και όχι έργο, δηλαδή εργασία, των χεριών (Homo Faber). Σύμφωνα με την Arendt, η δραστηριότητα του μόχθου είναι «ορατή μόνο από τη σκοπιά του κόσμου», ενώ η εργασία, μη συγκροτώντας οντολογική αρχή, δεν συγκεντρώνει σωματικά τα πράγματα, αλλά απλώς μεταβάλλει το «υλικό» σε «υλικό επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιήσει τοπ τελειωμένο προϊόν». Έτσι, η διαδικασία του μόχθου δεν είναι καταστροφική σε αντίθεση με τη διαδικασία της εργασίας που είναι πράγματι καταστροφική, αφού «παίρνει την ύλη από τη φύση χωρίς να της την επιστρέφει κατά τη σύντομη πορεία του φυσικού μεταβολισμού του ζώντος σώματος».
Ακριβώς σε αυτό το σημείο, παρατηρείται πράγματι η μέγιστη ένταση μεταξύ της θεωρητικής βλέψης της Arendt και της μαρξικής αντίληψης τόσο για τον κόσμο όσο και για το παρόν και το μέλλον του ιστορικού ανθρώπου. η μαρξική αντίληψη, βεβαιώνει η Arendt, βρίσκεται μέσα στην προφητεία του Marx ότι ο κόσμος των ανθρώπινων πραγμάτων κάποτε θα ταυτιστεί με τον κόσμο των ιδεών. Με άλλα λόγια, «η φιλοσοφία που είναι ανέκαθεν προνόμιο των εκλεκτών, θα γίνει μια μέρα η απλή και προσιτή σε όλους πραγματικότητα». Ωστόσο, αν η εργασία, που κατά τον Marx είναι το πιο παραγωγικό ενέργημα του ανθρώπου και καθορίζει την ουσία του, καταργηθεί, όπως προφήτευε ο Marx, τότε τι πρόκειται να συμβεί μέσα στη μελλοντική αταξική κοινωνία;» Η εργασία θα έχει καταργηθεί μέσα στο «βασίλειο της ελευθερίας» και ο άνθρωπος θα έχει τελικά χειραφετηθεί από αυτήν. Η Arendt διερωτάται: «Ποια δραστηριότητα παραγωγική και συγχρόνως ανθρώπινη στην ουσία της θα μπορέσει να υπάρξει αν – όρος θεμελιώδης – πραγματοποιηθεί η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας έτσι που να καταστήσει δυνατή τη μετάβαση στη σφαίρα εκείνη που βρίσκεται πέρα από την καθαυτό υλική παραγωγή και πέρα από την ανάγκη;»
Η Arendt, επισημαίνοντας την πιο ισχυρή από τις εσωτερικές αντιφάσεις της μαρξικής θεωρίας, επιστρέφει στο animal laborans (στο ζώο που μοχθεί) ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ιστορικής υπόστασης. Είναι το animal laborans που καθορίζει ολοκληρωτικά την ανθρώπινη ουσία, και αυτό το θεμελιώδες χαρακτηριστικό δεν επιτρέπει κανενός είδους ακύρωση μέσα στο οποιοδήποτε ουτοπικό «βασίλειο της ελευθερίας», όσο και αν ο Marx θέτει το «βασίλειο της ελευθερίας» και τη χειραφέτηση του ανθρώπου από την εργασία ως κέντρο του εννοιολογικού του συστήματος. « η διαφορά του Marx από τους προδρόμους του» γράφει η Arendt, «ήταν απλώς ότι αυτός πήρε την πραγματικότητα της σύγκρουσης, όπως εμφανιζόταν στην κοινωνία της εποχής του, εξ΄ ίσου σοβαρά με τον υποθετικό μύθο της αρμονίας. Ορθά συμπέρανε πως ο εκκοινωνισμός του ανθρώπου θα παρήγαγε αυτομάτως την αρμονία όλων των συμφερόντων, και απλώς είχε περισσότερο θάρρος από τους φιλελεύθερους δασκάλους του, όταν πρότεινε να εφαρμοστεί στην πραγματικότητα ο κομμουνιστικός μύθος που βρισκόταν στη βάση όλων των οικονομικών θεωριών».
* Ο Στέφανος Ροζάνης γεννήθηκε στην Κάρυστο της Εύβοιας το 1942. Σπούδασε Μαθηματικά και Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Φιλοσοφία στο Καθολικό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. Ανήκει στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού "Σημειώσεις". Δίδαξε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Σορβόννης, και επί 10 χρόνια στο Τμήμα Μέσων Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, καθώς φιλοσοφία στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Β. Ελλάδος. Είναι συγγραφέας δοκιμιακών έργων, φιλοσοφικών μονογραφιών και ποιητικών συλλογών. Ανάμεσα στα πιο πρόσφατα δοκιμιακά του έργα περιλαμβάνονται: "Ο Μεσσιανισμός και η ηθική φιλοσοφία του Εμμανουέλ Λεβινάς", "Η ερμηνευτική ως πράξη και θεώρηση", "Ερμηνευτικές αναγνώσεις", "Θείος Έρως", "Σολωμικά".
Τη σειρά επιμελείται ο Αχιλλέας Ε. Κούμπος
Διαβάστε το άρθρο στο:
www.eleftheria.gr
bottom of page